Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2025

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

 Η ταινία Καποδίστριας είναι μία ιστορική ταινία που διαδραματίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα και αναφέρεται στην αληθινή ιστορία του μεγαλύτερου Έλληνα πολιτικού και πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς. Υπερασπίζεται με σθένος, καλοσύνη και αξιοπρέπεια την ελευθερία του κάθε ανθρώπου, θυσιάζοντας ακόμη και τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, και δεν διστάζει να συγκρουστεί με τις δυνάμεις του κακού, θυσιάζοντας πλούτη, δόξα και διεθνή αναγνώριση.

Όταν η Ελλάδα αποκτά την ελευθερία της, ο Καποδίστριας καλείται να αναλάβει πρώτος Κυβερνήτης. Παρότι διαισθάνεται ότι θα δολοφονηθεί, αποδέχεται αγόγγυστα την μοίρα του και θυσιάζεται, υπηρετώντας με πίστη και αφοσίωση την πατρίδα του. Αυτή η θυσία τον οδηγεί στην αληθινή ελευθερία.

Σενάριο-Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής Πρωταγωνιστούν: Αντώνης Μυριαγκός, Finbar Lynch, Τάσος Χαλκιάς, Μάξιμος Μουμούρης, Νικορέστης Χανιωτάκης, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, Δημήτρης Γεωργιάδης, Ναταλία Καποδίστρια, Μαίρη Βιδάλη, Καίτη Ιμπροχώρη, Παύλος Κοντογιαννίδης, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Νίκος Καρδώνης, Τάσος Παλαντζίδης, Πάνος Σκουρολιάκος, Μέλινα Βαμβακά, Κωνσταντίνος Δανίκας, Γιάννης Σύριος, Γιώργος Φλωράτος, Παύλος Κουρτίδης, Sean James Sutton, Δημήτρης Μαύρος, Αλέξανδρος Κολλάτος, Nathan Thomas, Dirk Sikorski, Duncan Skinner, Πάνος Κλαδης, Adrian Frieling, Κωνσταντίνος Μπούρας, Έρρικα Μπίγιου, Ιβαν Σβιταϊλο, Έλενα Αμβροσιάδου, Νίκος Νικολάου.

ΤΑ ΑΓΙΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ

Οδοιπορικό στα προσκυνήματα της Βηθλεέμ, από την εκπομπή "Φωτεινά Μονοπάτια".

Περιγραφὴ τῆς Εἰκόνας τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ

Εἰκόνα τοῦ κρητικοῦ Θεοφάνους στὴν ἱερὰ Μονὴ Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος (16ος αἰ.). Τὰ στοιχεῖα ἐλήφθησαν ἀπὸ τὸ βιβλίο του Χρήστου Γ. Γκότση "Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ, τόμος πρῶτος, Ἀποστολικὴ Διακονία.

ΕΘΙΜΑ, ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΑΙ ΥΜΝΟΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Τα έθιμα των Χριστουγέννων

Μάθετε για τα έθιμα των Χριστουγέννων από την ιστοσελίδα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας και από την εφημερίδα που δημιούργησαν οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Ριζού Πέλλας.

Ακούστε παραδοσιακά κάλαντα των Χριστουγέννων από όλη την Ελλάδα:

Ελληνική Μουσική Βιβλιοθήκη

Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη»

Ελληνικά Κάλαντα

Μουσικό οδοιπορικό. Χριστούγεννα Ελληνικά, Χριστούγεννα Αγάπης (μουσικό ντοκιμαντέρ)

Ακούστε τραγούδια και ύμνους για τη Γέννηση του Χριστού και χριστουγεννιάτικους ήχους και ψαλμωδίες της Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας:

Ελληνική Μουσική Βιβλιοθήκη

Ελληνική Μουσική Βιβλιοθήκη

Αναζητήστε και δείτε απεικονίσεις της Γέννησης του Χριστού στην τέχνη και ειδικότερα στη βυζαντινή ζωγραφική:

Πανδέκτης: Ψηφιακός Θησαυρός Πρωτογενών Τεκμηρίων Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού

Η γέννηση του Χριστού στην ανατολική και δυτική τέχνη

Η γέννηση του Χριστού στο Βυζάντιο (αφιέρωμα του περιοδικού Επτά Ημέρες της εφ. Η Καθημερινή)

Εικόνες και Χαρακτικά της Γέννησης

https://photodentro.edu.gr/lor/r/8521/4401#

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Η ΑΓΙΑ ΑΝΥΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

 

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου...

  Υἱὸς το Θεο γινε Υἱὸς το νθρώπου. Δηλαδή έγινε ένας από εμάς. Δεν ήρθε να μας κρίνει από το ύψος του ουρανού και της τελειότητας Του, αλλά να γίνει ένας από εμάς, να πονέσει μαζί μας, να βραχνιάσει στα «γιατί» μας, να ακούσει την κραυγή μας, να νιώσει τι θα πει ανθρώπινη μοναξιά, φόβος κι αγωνία. Τι σημαίνει να χάνεις φίλους και ανθρώπους αγαπημένους, τι σημαίνει προδοσία και συκοφαντία, ψέμα και αδικία, πόνος και θάνατος, ανθρώπινο γέλιο και δάκρυ μαζί. Περπατά τον Γολγοθά της ζωής μας και ανεβαίνει στο Σταυρό μας, πεθαίνει μαζί μας και μας χαρίζει την Ανάσταση. Μετά τον Χριστό ο θάνατος δεν είναι πλέον προορισμός αλλά μονάχα πέρασμα. 

 

Ο Χριστός είναι ολότελα δικός μας, σάρκα και αίμα μας, τροφή και ανάσα μας, είναι η ίδια η ζωή μας. Τι ανάγκη είχε Εκείνος ως αναμάρτητος να βαπτιστεί υπό του Ιωάννου στον Ιορδάνη; Καμία. Κι όμως το κάνει. Μπαίνει στην σειρά και περιμένει ως ενας κοινός θνητός, με άκρα ταπείνωση να τον βαπτίσει ο Ιωάννης, γιατί; Ποιος ο λόγος; 

 

Την απάντηση μας την δίνει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, « Χριστς δεχόμενος τ βάπτισμα ταυτίζεται μ τος νθρώπους, μ λους τούς μαρτωλος νεξαιρέτως. Ταυτίζεται μ κάθε μαρτωλ πο χρειάζεται συγχώρηση, σωτηρία κα ναγέννηση… Ταυτίζεται μ λους κα μ τν καθένα μας.

 

Μ τ Βάπτισμά Του δείχνει πς δν ρθε γι ν κρίνει  ν καταδικάσει, οτε γι ν φέρει ντικειμενικος νόμους κα κανόνες, π τ ψος τς τελειότητας κα Θεότητάς Του, λλ γι ν νωθε μαζί μας…..

 

Κα τ κανε ατ χι γι τος δικαίους, λλ γι τος μαρτωλούς, γι τος πολωλότες. Τος γαπ μθυσιαστικ γάπη, τος προσφέρει τν αυτό Του κα λόκληρη τ ζωή Του.

 

Ο ναμάρτητος νώνεται μ τος χαμένους, πειδ δν πάρχει καμι μαρτία πο μπορε ν περβε τν γάπη το Θεο γιά μς.

λα ατ μαρτυρον πς  Χριστς πιθυμε ν μς σώσει μ τν γάπη· γάπη μως πάνω π λα σημαίνει νωση μ’ ατν πο γαπς….»

 

Αγάπη σημαίνει να σε βρίσκω στα χαμηλά και να σηκώνω ψηλά, να ξαπλώνω μαζί σου στα κρύα πατώματα της μοναξιάς και να σε κοιμίζω στην ζεστή αγκαλιά μου, να πεθαίνω εγώ για να ζήσεις εσύ, να λερώνομαι για να σε καθαρίσω, να λέω "χίλιες φορές να πάω εγώ στην κόλαση αρκεί εσύ να ζήσεις στο παράδεισο…".


Από το ιστολόγιο https://plibyos.blogspot.com/search?updated-max=2022-03-03T21:54:00%2B02:00&max-results=10





ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

 Πέρα από τις όμορφες ευχές που δίνουμε αυτές τις ημέρες, πρέπει να καταλάβουμε ότι κανείς χρόνος δεν θα είναι καλύτερος εάν εμείς οι ίδιοι σε συνεργασία με τον Θεό δεν παλέψουμε γι αυτό. Η ζωή είναι ένα δώρο που πρέπει να το πάρουμε στα χέρια μας, να το ανοίξουμε και να το χαρούμε.

 Ο Θεός μας έφτιαξε για να είμαστε χαρούμενοι. Μπορεί σε αυτή την φάση ζωής η χαρά να μην έχει μονιμότητα στα χείλη και στις καρδιές μας, αλλά στάλα στάλα γεμίζει το ποτάμι που είτε ράθυμα είτε ορμητικά δεν θα αργήσει να μας οδηγήσει στην αγκαλιά της θάλασσας. Η χαρά του Θεού θα απλωθεί αιώνια στις υπάρξεις μας. Άρχισε από τώρα να γεύεσαι αυτό που αιώνια θα ζεις. 

 

Μην απογοητευόμαστε εάν ο χρόνος που φεύγει άφησε τραύματα στο κορμί και την ψυχή μας. Τίποτε δεν θα είναι για πάντα έτσι. Αυτό που δεν έγινε εχθές μπορεί να γίνει σήμερα, και ότι δεν καταφέραμε πριν μπορεί να το καταφέρουμε αύριο. Μόνο μην απογοητευόμαστε. Αλλά κι εάν ακόμη ως άνθρωποι απελπιστήκαμε, να σηκωθούμε παλι. Μην αφήνουμε το φαρμάκι της απόγνωσης να δηλητηριάζει την ζωή μας. Η απελπισία είναι κόλαση και εμείς γεννηθήκαμε για το παράδεισο. Να σηκώσουμε κεφάλι και να πούμε μπορώ, θέλω και αξίζω το καλύτερο. Ο Θεός με έπλασε για τα καλύτερα και τα αξίζω. 

 

Μην φοβηθείς να γκρεμίσεις πεποιθήσεις, αντιλήψεις και στερεότυπα που σου μικραίνουν την ζωή και πνίγουν την ψυχή σου. Δεν αξίζει να ζεις πεθαμένα πράγματα, ανέστησε τα. 

 

Να θυμάσαι, οι μεγάλες αλλαγές έρχονται μετα από μεγάλες καταστροφές. Κατέστρεψε ότι σαπίζει μέσα σου και άνοιξε το παράθυρο να μπει καινούργιος αέρας. Το Άγιο Πνεύμα αγαπά τόσο πολλοί εκείνους που θέλουν αλλαγές και μεταμορφώσεις στην ζωή τους. Συνεργάσου μαζί του και κτίσε νέα όνειρα. Επίτρεψε στο Θεό να ονειρευτεί μέσα σου, Εκείνος σε πιστεύει ακόμη κι όταν εσύ τον αρνείσαι. 

 

Αλλά κι εάν υποθέσουμε ότι κάποια πράγματα δεν μπορείς ή δεν γίνεται να τα αλλάξεις, ενώ προσπάθησες πολλές φορές, μην απελπιστείς, μείνε περήφανος που πάλεψες και αποδέξου ότι δεν αλλάζει. Είναι κι αυτό μια μεγάλη νίκη. 

 

Χρόνια πολλά, καλά κι ευλογημένα, ο Χριστός να ομορφαίνει την ζωή όλων μας.

Από το ιστολόγιο https://plibyos.blogspot.com/search?updated-max=2022-03-03T21:54:00%2B02:00&max-results=10




ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

 

Ήρθε αυτές τις ημέρες να εξομολογηθεί μια κοπέλα. Με λάθη και πάθη πολλά. Με σταυρούς και ταλαιπωρίες μεγάλες. Και δεν την έφταναν όλα αυτά αλλά κάποιοι στο όνομα του Θεού είχαν φροντίσει να την φορτώσουν με τόσες ενοχές που μετά βίας κρατιόταν στην ελπίδα. Υγρά μάτια και ανάσες αργές. Πόσο με συγκινούν τα υγρά μάτια των ανθρώπων, που κοιμήθηκαν στα πατώματα και ξύπνησαν ζητώντας ένα όνειρο να κρατηθούν. 


Σε εμένα ήρθε ένα κουρέλι. Έλα όμως που ο Θεός αγαπάει αυτά τα κουρελάκια και τα κάνει ρούχα Του. Τα φοράει και τα ντύνεται σε κάτι φάτνες σκοτεινές και παγερές, σε κάτι μεγάλες νύχτες της ζωής μας που το ξημέρωμα γεννιέται η ελπίδα. Κάθε φορά που ξυπνάς από νύχτες αξημέρωτες, είναι ο Χριστός που φύσηξε την ζωή μέσα σου, που γεννήθηκε στο σκοτάδι της ψυχικής φάτνης σου. 


«Πάτερ μου, δεν καταφέρνω τίποτα. Δεν αξίζω. Δεν μπορώ να κάνω όλα εκείνα που ζητάει ο Χριστός. Πέφτω, χάνομαι, είμαι για την κόλαση, δεν υπάρχει καμία ελπίδα να αλλάξω και να σωθώ...». 

«Ξέρεις σε λίγες μέρες τι γιορτάζουμε;» την ρώτησα. «Ναι πάτερ. Τα Χριστούγεννα». «Ξέρεις ποιος γεννήθηκε εκείνο το παγερό βράδυ σε αυτή απόμερη γωνιά της γης; Η ευσπλαχνία. Η σωτηρία μας. Και ξέρεις ποια είναι η σωτηρία μας; Να νιώσεις και να βιώσεις την μεγάλη αγάπη του Χριστού σε σένα. Να σε κάψει ο έρωτας Του. Να σε τρελάνει και μεθύσει το πάθος της αγάπης Του. 

Εσυ να πέφτεις, να κανεις λάθη, να αμαρτάνεις, και Εκείνος σε πείσμα ολων να επιμένει να σε αγαπά. Όχι θεωρητικά, αλλα πραγματικά. Να σε καίει αυτή η αγάπη Του, να σε ζεσταίνει, να σε παρηγορεί.." Όπως έλεγε ο Ντίνας Χριστιανόπουλος, "απ όλες τις αγκαλιές που κοιμήθηκα, Χριστέ μου μονάχα η δική σου μοσχοβολούσε..". 


«Εμένα πάτερ που έχω κάνει τόσα λάθη μπορεί να με πάρει ο Χριστός αγκαλιά;». "Μα εσένα θέλει να πάρει αγκαλιά, δεν το κατάλαβες ακόμη; Εάν είμασταν άψογοι και τέλειοι, υπήρχε λόγος να ερθει ο Χριστός; Γι αυτό ήρθε στο κόσμο γιατι τα κάναμε χάλια, γιατί δεν τα καταφέρναμε, δεν μπορούσαμε και δεν αντέχαμε να ολοκληρώσουμε τις εντολές Του, μας κατάπινε ο θάνατος". 


«Όμως πάτερ μου εγώ ειμαι βρώμικη».

"Και ποιος σου είπε ότι αγαπάει την καθαρότητα ή τελειότητα σου. Την βρώμια σου αγαπάει, τις σκιές και πληγές σου. Εκεί μέσα λάμπει το φως της ψυχής σου που φύσηξε κάποτε Εκείνος όταν σε έπλαθε. Τα τραύματα σου ήρθε ως ιατρός και θεραπευτής να θεραπεύσει. Ο Χριστός είναι ο θεραπευτής και όχι ο δικαστής της ύπαρξης μας. Ήρθε να μας σώσει και όχι να μας καταδικάσει."


«Και τότε πάτερ μου, σε εμάς τι μένει να κάνουμε;». «Σε εμάς το μόνο που μένει είναι να του πούμε Χριστέ μου σε αναγνωρίζω ως Κύριο και Σωτήρα μου. Ξέρω ότι αγαπάς τους αμαρτωλούς, τους δυσκολεμένους και αναγκεμένους της ζωής, ένα τέτοιο ταλαιπωράκι του βίου είμαι κι εγώ. Ένα τραύμα είμαι που αιμορραγεί, θεράπευσε με…..».


«Αυτό φτάνει πάτερ μου;» με ρώτησε ξανά, «όχι μόνο φτάνει, αλλά όπως έλεγε και ο παπα -Ανανίας, είναι όλα τα λεφτά. Είναι τον παν. Να πεις Χριστέ μου βρωμάω, μυρίζω μοναξιά, παγώνω έξω από την αγκαλιά σου. Εάν δεν έρθεις θα χαθώ. Έλα και ράγισε με, έλα και σώσε με. Ένας στάβλος είμαι βρώμικος και σκοτεινός, μια φάτνη παγερή και απόμερη έλα να γεννηθείς μέσα μου..." 


"Έλα και ράγισε τον κόσμο μου

έλα και ράγισε εμένα

έλα και ράγισε τον φόβο μου

να φτιάξω ένα κόσμο από εσένα

έλα και ράγισε τον κόσμο μου

έλα και ράγισε εμένα

Έλα και ράγισε τον κόσμο μου

να πέσει η μάσκα που μου φόρεσε

να αλλάξει η ζωή που δεν με χώρεσε....."*


*** οι στίχοι είναι από το τραγούδι της Βιολέτας Ίκαρη, "Έλα και ράγισε τον κόσμο μου", Μουσική: Δημήτρης Γλέζος - Στίχοι: Αντώνης Κατσαμάς


Από το ιστολόγιο https://plibyos.blogspot.com/search?updated-max=2022-03-03T21:54:00%2B02:00&max-results=10




 

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ


 

Η «ασυναρτησία» των καλάντων της Πρωτοχρονιάς

 

Έχετε παρατηρήσει ότι τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς μοιάζουν κάπως… ασυνάρτητα;

Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να βρει μια λογική ακολουθία στους στίχους τους, το νόημα φαίνεται να πηδά από το ένα θέμα στο άλλο: από την αρχή του χρόνου στον Άγιο Βασίλειο, από την Καισαρεία σε μια αρχόντισσα, από την πένα και το χαρτί στο ζαχαροκάντυο ζυμωτό.

Η εξήγηση αυτής της φαινομενικής ασυναρτησίας μας μεταφέρει πίσω στα χρόνια του Βυζαντίου. Τότε, οι άνθρωποι των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων δεν είχαν το δικαίωμα να απευθύνονται ελεύθερα στους αριστοκράτες. Υπήρχαν όμως ορισμένες γιορτινές στιγμές, όπως τα κάλαντα, όπου επιτρεπόταν να τους πλησιάσουν για να τους ευχηθούν.

Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετείται η ιστορία ενός νεαρού, φτωχού στην καταγωγή, που ήταν ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα. Γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να της μιλήσει ανοιχτά, βρήκε έναν ευρηματικό τρόπο να εκφράσει το συναίσθημά του: ανάμεσα στους στίχους των καλάντων του Αγίου Βασιλείου παρεμβάλλει στίχους ενός ερωτικού ποιήματος που ο ίδιος είχε συνθέσει.

Έτσι, οι μονές στροφές αποτελούν τα κανονικά κάλαντα, ενώ οι ενδιάμεσες –οι λεγόμενες «ζυγές»– απευθύνονται στην αγαπημένη του. Με αυτόν τον τρόπο τηρεί τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά ταυτόχρονα βρίσκει χώρο να την παινέψει και να της μιλήσει έμμεσα.

Την παρομοιάζει με ψηλή δεντρολιβανιά, εξυμνώντας το ανάστημά της. Τη συγκρίνει με εκκλησιά με άγιο θόλο, εικόνα που παραπέμπει στο ψηλό, κωνικό καπέλο με το τούλι που φορούσαν τότε οι αρχόντισσες. Δηλώνει πως «δεν τον καταδέχεται», όχι επειδή είναι σκληρή, αλλά επειδή ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη. Και στο τέλος, με λόγια γλυκά και τρυφερά, τη χαρακτηρίζει «ζαχαροκάντυο ζυμωτή», σαν να της λέει πως είναι φτιαγμένη από ζάχαρη, και την παρακαλεί να του ρίξει έστω μια ματιά.

Έτσι εξηγείται η ιδιόμορφη μορφή των καλάντων της Πρωτοχρονιάς. Μέσα από αυτή την ευρηματική μίξη ευχών και κρυφού έρωτα, τα κάλαντα πέρασαν από γενιά σε γενιά και έγιναν από τα πιο αγαπημένα και διαδεδομένα σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο.




ΚΑΛΑΝΤΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

 

ΤΟ ΚΟΥΙΖ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Το κουίζ δημιουργήθηκε από τη συνάδελφο Κοσμίδου Εύη, φιλόλογο.

https://view.genially.com/693c07769775b7d7a5c08eea/interactive-content-to-koyiz-twn-xristoygennwn?fbclid=IwdGRjcAOwhmVjbGNrA7CGYmV4dG4DYWVtAjExAHNydGMGYXBwX2lkDDM1MDY4NTUzMTcyOAABHoGkA-fSoeNaRV-jb-OGKpzxG95whXgsQVuxAdFcVZ74dglOflMGGJCLTvY7_aem_XVEcbMp-gGDwWP66iqJo8Q
  

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

 

Η ΝΤΕΛΗΣΥΦΕΡΩ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

 Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ - ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ


ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ 

 Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα. 
 Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, 
καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα: 
 − Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας. 
 Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας». 
 Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. 
Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν. 
 Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. 
Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. 
Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος. Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. 
Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ. Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του: Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου. 
 Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως: Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα. 

 ⁂ Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. 
Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες: Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει. Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. 
Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον. Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. 
Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. 
Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε. Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; 
Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον. ⁂ Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν. 
 Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας. 
 − Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια. 
 Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. 
Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη. 

 ⁂ Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν: 
 − Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
 − Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ. 
 Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του: Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου. 

 ⁂ Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.
 − Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας. 
 Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
 Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ! 
 Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε. Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον. Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. 
Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. 
Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος. Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
 − Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια… Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας. Πάλιν ἐκλονήθη. 
Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά. − Ποιὸς εἶναι; Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι; Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. − Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή. 
 Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε! 
 Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις: 
 «Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…» 
 Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος. 
 − Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι. Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου. Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
 «Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!» 
 Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος. Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον. Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. 

 Α. Παπαδιαμάντης, «Ο έρωτας στα χιόνια», Απάντα ΙΙΙ, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989, σσ. 105−110

 

 Χριστούγεννα: Το φως στην θλίψη της κοινωνίας

Τα Χριστούγεννα συχνά επισκιάζονται από μια έντονη εξωστρέφεια και μια κοσμική προσέγγιση που αλλοιώνει το βάθος της εορτής. Τα στολίδια, το εορταστικό κλίμα και η κοινωνική κινητικότητα, άλλοτε λειτουργούσαν ως υπόμνηση του πραγματικού νοήματος· σήμερα όμως κινδυνεύουν να το υποκαταστήσουν.

Η Εκκλησία καλείται να επαναφέρει τη νοηματοδότηση του γεγονότος: γιατί εορτάζουμε και τι σημαίνει η Γέννηση του Χριστού για την ανθρώπινη ύπαρξη. Με τον πανιερ. επίκοπο Θαυμακού κκ. Ιάκωβο, ηγούμενο της Ι. Μ. Ασωμάτων Πετράκη
Ο Φτωχός και ο Άγιος Βασίλης | Ελληνικό Παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι 

 Ένα συγκινητικό ελληνικό παραδοσιακό παραμύθι για την καλοσύνη, τη φτώχεια και τη δύναμη της προσφοράς. Η ιστορία «Ο Φτωχός και ο Άγιος Βασίλης» μας θυμίζει πως ο αληθινός πλούτος βρίσκεται στην καρδιά.

 


Ο Πραγματικός Άγιος Βασίλης, ο γνωστός Μέγας Βασίλειος της Καισαρείας (330μ.Χ. – 379μ.Χ.)